- πτῶσιν
- πτάζωfut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)πτάζωfut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)πτῶσιςfallingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
паданиѥ — ПАДАНИ|Ѥ (10), ˫А с. 1. Грехопадение, грех: г҃ь да простить вс˫а и не ѥдиномѹ же въмѣнить грѣха падании. тако ѹбо имѣ˫а бл(ж)ныи. (παραπτώματα) ЖФСт к. XII, 167 об.; и падани˫а въ зълобѹ ѿпадающиихъ. (τὰ πτώματα) КЕ XII, 237б; аще бо толици мѹжи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PERDIX — I. PERDIX Daedali nepos. quem, cum serrae usum primus reperisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt perisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt praecipitatum, deorumque misericordiâ in avem sui nominis… … Hofmann J. Lexicon universale
ετερόπτωτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, ον) ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, τού ύδατος») νεοελλ. αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός») αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek
διαπίπτωσιν — διαπί̱πτωσιν , διαπίπτω fall through pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκπίπτωσιν — διεκπί̱πτωσιν , διά ἐκπίτνω pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπίπτωσιν — εἰσπί̱πτωσιν , εἰσπίπτω fall into pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίπτωσιν — καταπί̱πτωσιν , καταπίπτω fall pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπίπτωσιν — μεταπί̱πτωσιν , μεταπίπτω fall differently pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπίπτωσιν — ξυμπί̱πτωσιν , συμπίτνω fall pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)